ροδοζάχαρη

ροδοζάχαρη
η розовое варенье; варенье из розы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ροδοζάχαρη" в других словарях:

  • ροδοζάχαρη — η, Ν γλυκό τού κουταλιού από ροδοπέταλα βρασμένα σε διάλυμα ζάχαρης, γλυκό με τριαντάφυλλο …   Dictionary of Greek

  • ροδοζάχαρη — η γλυκό του κουταλιού από φύλλα τριαντάφυλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»